- τετραερμῆς
- τετρα-ερμῆς, ὁ,A four-sided herm, ib.33.6 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραερμής — ὁ, Α ερμαϊκή στήλη που είχε τέσσερεις πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + Ἑρμῆς (πρβλ. ἑρμαί, αἱ «ερμαϊκές στήλες»)] … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek